άπλωμα

άπλωμα
τό
1) раскладывание; развёртывание; расстилание;

τό άπλωμα της σταφίδας — сушка изюма;

2) вывешивание, развешивание (для просушки);
3) протягивание, простирание (рук); вытягивание (ног); 4) см. απλά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άπλωμα" в других словарях:

  • ἅπλωμα — that which is unfolded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπλωμα — το, ατος 1. το να απλώνει κανείς, ξάπλωμα, τέντωμα: Τι άπλωμα είναι αυτό των ποδαριών σου; 2. το να αφήσουμε κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει, να ξεραθεί: Δεν είχε τελειώσει το άπλωμα της μπουγάδας, όταν τη φώναξαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπλωμα — το (AM ἅπλωμα) ξεδίπλωμα, τέντωμα μσν. νεοελλ. (για υφάσματα) το κάλυμμα επίπλου ή της Αγίας Τραπέζης νεοελλ. 1. έκθεση νωπών ή υγρών πραγμάτων στο ύπαιθρο, για να στεγνώσουν 2. απλοχωριά, ανοιχτός χώρος …   Dictionary of Greek

  • ἁπλωμάτων — ἅπλωμα that which is unfolded neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλώμασι — ἅπλωμα that which is unfolded neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλώματα — ἅπλωμα that which is unfolded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλώματος — ἅπλωμα that which is unfolded neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • έκπτυξις — ἔκπτυξις, η (Α) έκταση, άνοιγμα, άπλωμα …   Dictionary of Greek

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»